- δυσανάληπτος
- δυσανάληπτος, -ον (Α)1. εκείνος τον οποίο δύσκολα ξαναβρίσκει κανείς («δυσανάληπτος μνήμη»)2. φρ. «δυσανάληπτος ἀρρωστία» — ασθένεια από την οποία δύσκολα αναλαμβάνει, συνέρχεται κανείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσανάληπτος — hard to recover masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαναλήπτως — δυσανάληπτος hard to recover adverbial δυσανάληπτος hard to recover masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάληπτον — δυσανάληπτος hard to recover masc/fem acc sg δυσανάληπτος hard to recover neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαναλήπτοις — δυσανάληπτος hard to recover masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάληπτα — δυσανάληπτος hard to recover neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερύνης — Α (κατά τον Ησύχ.) «τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρων ἤ δυσανάληπτος γέρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς* «ασθενής, λεπτός» με έρρινο ένθημα και κατάλ. ης (πρβλ. αρχ. ινδ. taruna , αβεστ. tauruna «νέος, λεπτός»)] … Dictionary of Greek